- αίθοψ
- αἶθοψ (-οπος), ο, η (Α)1. ο όμοιος με φωτιά, πυρώδης, πύρινος2. (για μέταλλα) αστραφτερός, λαμπερός3. (για κρασί) σπινθηροβόλος ή αφρώδης4. (για καπνό) ο ανάμικτος με φλόγες5. σκοτεινός, σκούρος6. ορμητικός, βίαιος.[ΕΤΥΜΟΛ. < αἴθω ή αἰθὸς + -οψ < ὄψ «όψη», άρα αἶθοψ = «αυτός που έχει πύρινη όψη, που μοιάζει με φωτιά» (πρβλ. και Αἰθ-ίοψ, oἶν-οψ, επίθ. τής θάλασσας)η λ. αἶθοψ απαντά συνήθως μόνο σε αιτιατ. και δοτ. ενικού].
Dictionary of Greek. 2013.